- μεθύστρια
- μεθ-ύστρια, ἡ, fem. of μεθυστής, Theopomp.Com.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθύστρια — μεθύστρια, ή (ΑM) βλ. μεθυστής … Dictionary of Greek
μεθύστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύστριαν — μεθύστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστής — μεθυστής, ὁ, θηλ. μεθύστρια, (ΑM) [μεθύω] αυτός που μεθάει συνεχώς, μέθυσος … Dictionary of Greek